- πλαστουργώ
- πλαστούργησα, πλάθω, δημιουργώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλαστουργώ — πλαστουργῶ, έω, ΝΜΑ 1. δίνω μορφή σε κάτι, πλάθω 2. (ιδίως για τον θεό) δημιουργώ τον άνθρωπο αρχ. 1. αντιπροσωπεύω 2. επινοώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + ουργῶ (< ουργός < ἔργον), πρβλ. αγαθ ουργώ, μυθ ουργώ] … Dictionary of Greek
πλαστούργημα — το, ΝΜΑ [πλαστουργώ] 1. το αποτέλεσμα τού πλαστουργώ, έργο πλαστικής 2. (ιδίως σχετικά με τον άνθρωπο ως δημιούργημα τού θεού) έργο πλάστη, δημιούργημα («ἔλαβεν ὁ πλάστης πρὸς ἑαυτὸν τὸ πλαστούργημα», Φώτ.) νεοελλ. μσν. πλάσμα τής φαντασίας,… … Dictionary of Greek
БЛУДНОГО СЫНА НЕДЕЛЯ — [греч. κυριακὴ τοῦ ἀσώτου], одна из подготовительных недель (воскресений) перед Великим постом, между неделями мытаря и фарисея и мясопустной. В силу того, что Великий пост каждый год начинается в разное время, Б. с. н. приходится на период с 18… … Православная энциклопедия